Το κτίριο αρχικά, λειτούργησε ως κατοικία, ενώ διαχρονικά δέχθηκε πλήθος παρεμβάσεων, κυρίως εσωτερικά. Η νότια (κύρια) όψη διαθέτει δύο εισόδους, μία κεντρική στον τετράγωνο όγκο και μία δευτερεύουσα στον μικρότερο ανατολικό. Αυτή η όψη είναι η πιο εντυπωσιακή του κτιρίου, καθώς διαθέτει γύψινα διακοσμητικά περιμετρικά όλων των κουφωμάτων, γύψινο γείσο και τρεις ψευδοκίονες. Τα δύο κουφώματα των εισόδων είναι ξύλινα ταμπλαδωτά, με διακοσμητικές λεπτομέρειες. Το επίπεδο εισόδου της κατοικίας είναι υπερυψωμένο σε σχέση με την στάθμη του δρόμου, σηματοδοτώντας την κεντρική είσοδο και ενδυναμώνοντας τη συμμετρία της όψης. Οι υπόλοιπες όψεις παραμένουν απλές.
Οι βασικοί στόχοι της αρχιτεκτονικής μελέτης ήταν, αρχικά η ανάδειξη των αξιόλογων αρχιτεκτονικών στοιχείων του κτιρίου, σε συνδυασμό με την αποκατάσταση του κελύφους του και δεύτερον, την εμφανή εσωτερική διάκριση των ορόφων μέσω της μορφολογίας. Το κτήριο μετατρέπεται σε μία, ενιαία πλέον, διώροφη κατοικία, στην οποία προστίθεται ένα εσωτερικό κλιμακοστάσιο. Μέσα από την επέμβαση, το ημιυπόγειο και το ισόγειο δημιουργούν ένα άμεσα αναγνωρίσιμο δίπολο χαρακτήρα και ύφους προκειμένου να λειτουργούν κι ανεξάρτητα.
Συγκεκριμένα, το ισόγειο περιλαμβάνει τους χώρους διημέρευσης, έναν ενιαίο χώρο καθιστικό-σαλόνι-τραπεζαρία-κουζίνα και τους χώρους ύπνου, τρία υπνοδωμάτια με ιδιωτικά μπάνια. Το ημιυπόγειο περιλαμβάνει έναν ενιαίο χώρο κουζίνα-τραπεζαρία-καθιστικό, δυο υπνοδωμάτια με ιδιωτικά μπάνια κι έναν χώρο χαλάρωσης με εσωτερική πισίνα. Η ιδιαιτερότητα στη νέα διαμόρφωση του υπογείου, έγκειται στο γεγονός ότι οι χώροι διημέρευσης βρίσκονται σε άμεση επαφή με τον περιβάλλοντα χώρο και τη νέα εξωτερική πισίνα, ενώ παράλληλα ο χώρος του καθιστικού διαχωρίζει τους ιδιωτικούς χώρους από τους κοινόχρηστους, λειτουργώντας ως φίλτρο.